πολυσιλοξάνια

πολυσιλοξάνια
τα, Ν
(χημ. τεχνολ.) οι σιλικόνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιλικόνη — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι σιλικόνες χημ. συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, οι μακρομοριακές αλυσίδες τών οποίων σχηματίζονται από εναλλασσόμενα άτομα οξυγόνου και πυριτίου και οι οποίες μπορεί να έχουν υγρή, πολτώδη ή ελαιώδη μορφή ή… …   Dictionary of Greek

  • σιλοξάνιο — το, Ν συν. στον πληθ. τα σιλοξάνια χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών ενώσεων τού πυριτίου, τών οποίων τα πολυμερή παράγωγα, δηλαδή τα πολυσιλοξάνια, είναι ευρύτερα γνωστά ως σιλικόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. siloxane < silane σιλάνιο» + oxygen… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”